-
1 πλάστιγξ
A scale of a balance, Ar. Pax 1248 ; ; τιθέναι εἰς πλάστιγγας, ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι, Pl.Ti. 63b, R. 550e : metaph.,ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης Trag.Adesp.179
;ὅταν δαίμων ἀνδρὸς εὐτυχοῦς τὸ πρὶν πλάστιγγ' ἐρείσῃ τοῦ βίου παλίρροπον S.Fr.576.5
(prob. for μάστιγ'); τὸ τεᾷ π. δοθὲν μακαριστότατον τελέθει Lyr.Adesp.139
;ὥσπερ ἐπὶ πλάστιγγος ἀντιρρέπων Ph.2.170
;εἰς τὴν αὐτὴν τιθεὶς π. τὴν μέθην τῇ μανίᾳ Ath.1.11a
.2 disk poised on the top of theῥάβδος κοτταβική, καθ' ὅσον ἂν τὸν κότταβον ἀφεὶς ἐπὶ τὴν π. ποιήσῃ πεσεῖν Antiph.55.6
, cf. Hermipp.47.8 (anap.) ;π. ἡ χαλκοῦ θυγάτηρ CritiasFr.1D.
, cf. Poll.6.110.III pl., surgical splints, Hippiatr.24,74 ; in form [full] πλήστιγγες, Hp. ap. Gal.19.131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάστιγξ
-
2 θυγάτηρ
θῠγάτηρ [ᾰ], ἡ, gen. θυγᾰτέρος [var] contr. θυγατρός; dat. θυγᾰτέρι, θυγατρί; acc. θυγᾰτέρα [dialect] Ep.Aθύγατρα Il.1.13
; voc. θύγᾰτερ: nom. pl. θυγατέρες, [dialect] Ep. and lyr.θύγατρες 9.144
, Sapph.Supp. 20a.16: gen. pl.- τέρων IG22.832.19
, Pl.R. 461c, poet. - τρῶν: dat. pl. - τράσι [dialect] Ep.- τέρεσσι Il.15.197
; both sets of forms are found in poetry, θυγατρός, -τρί, -τράσι are used in Prose:— daughter, Il.9.148, 290, Od.4.4, etc.; θύγατρες ἵππων, of mules, Simon.7; θ. ταύρων, of bees, Philo Tars. ap. Gal.13.269: metaph., Μοισᾶν θυγατέρες, of Odes, Pi.N.4.3; πλάστιγξ ἡ χαλκοῦ θ. Critias 1.9D.; θ. Σειληνοῦ, of the vine, Jul. Caes.25; ψήφου συμβολικῆς θ., of a λάγυνος, AP6.248 (Marc. Arg.); of villages dependent on a city, LXXJd.1.27, 1 Ma.5.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυγάτηρ
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский